- ἐμπρησμῶν
- ἐμπρησμόςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο μανής] … Dictionary of Greek
συναξάρι — Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει σύντομες ή εκτενέστερες διηγήσεις σχετικά με τη ζωή και τα μαρτύρια των διάφορων άγιων. Τα κείμενα αυτά έχουν διαταχθεί κατά την εορτολογική τους σειρά και διαβάζονται στις λειτουργικές συνάξεις. Αυτά… … Dictionary of Greek